οἰνο-πληθής

οἰνο-πληθής

οἰνο-πληθής, ές, voll Weines, weinreich; Συρίη Od. 15, 406; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυπληθής — ἡδυπληθής, ές (Α) γεμάτος γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοπληθής — θυμοπληθής, ές (Α) οργίλος, γεμάτος οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. οινο πληθής, πολυ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπληθής — κοσμοπληθής, ές (Α) αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • πυριπληθής — ές, Α γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. κοσμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”