- οἰνο-ποσία
οἰνο-ποσία, ἡ, das Weintrinken, Hippocr. u. Sp., wie Ael. V. H. 2, 41; vgl. Lob. Phryn. 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-ποσία, ἡ, das Weintrinken, Hippocr. u. Sp., wie Ael. V. H. 2, 41; vgl. Lob. Phryn. 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευποσία — εὐποσία, ή (ΑΜ) μσν. κρασοκατάνυξη αρχ. 1. ευκαρπία, αφθονία 2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποσία (< πότης), πρβλ. οινο ποσία] … Dictionary of Greek
ευκρατοποσία — εὐκρατοποσία, ἡ (Α) το να πίνει κάποιος εύκρατο* οίνο, κρασί αναμιγμένο σε καλή αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκρατος + ποσία < ποτος < πίνω (πρβλ. δυσ κατα ποσία, φιλο ποσία)] … Dictionary of Greek