- οἰνο-πότης
οἰνο-πότης, ὁ, Weintrinker, Zecher; Pol. 20, 8, 2; Matth. 11, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-πότης, ὁ, Weintrinker, Zecher; Pol. 20, 8, 2; Matth. 11, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καφεπότης — ο, θηλ. καφεπότις αυτός που συνηθίζει να πίνει πολλούς καφέδες την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. αιμο πότης, οινο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Νικόλαου Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
ζυθοπότης — ο, θηλ. ζυθοπότις, ιδος 1. αυτός που πίνει ζύθο 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που τού αρέσει να πίνει μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης, χασισο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] … Dictionary of Greek
λαβροπότης — λαβροπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει χωρίς μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης, υδατο πότης] … Dictionary of Greek
μαριλοπότης — μαριλοπότης, ου, ὁ (Α) (για σιδηρουργό) αυτός που καταπίνει μαρίλη, δηλ. σκόνη από κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + πότης (πρβλ. γαλακτο πότης, οινο πότης)] … Dictionary of Greek
μετριοπότης — μετριοπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει με μέτρο, με μέτριο τρόπο, μετρημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek
σικεροπότης — ὁ, Α πότης τού ποτού σίκερα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκερα «είδος ποτού» + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. οἰνο πότης] … Dictionary of Greek
υδατοπότης — ὁ, Α ο υδροπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek
πολυπότης — και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, ιδος, Α αυτός που πίνει πολύ κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek
ρηνοπότης — ου, ό, Α αυτός που πίνει νερό από τον Ρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥῆνος + πότης (< πίνω*), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek
συμπότης — ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. οἰνο πότης] … Dictionary of Greek