- οἴδαξ
οἴδαξ, ᾱκος, ὁ, unreife Feige, = φήληξ, nach Poll. 6, 81 lakon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴδαξ, ᾱκος, ὁ, unreife Feige, = φήληξ, nach Poll. 6, 81 lakon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίδαξ — οἴδαξ, ακος, ὁ (ΑΜ) άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ Ἀθηναίοις», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πήδ αξ)] … Dictionary of Greek
οἴδακες — οἶδαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek