οἰκίσκος — small room masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικίσκος — ο (ΑΜ οἰκίσκος) [οίκος] (υποκορ. τού οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι νεοελλ. ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτο («οικίσκος κηπουρού») αρχ. 1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος 2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα 3 … Dictionary of Greek
οἰκίσκοι — οἰκίσκος small room masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσκοις — οἰκίσκος small room masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσκον — οἰκίσκος small room masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσκου — οἰκίσκος small room masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσκους — οἰκίσκος small room masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσκων — οἰκίσκος small room masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσκῳ — οἰκίσκος small room masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
хоромы — мн., хоромина, диал. хорома крыша , олонецк. (Кулик.), хоромщик плотник , укр. хором коридор , хороми мн. сени , хорома, хоромина хоромы, дом , др. русск. хоромъ (еще в XVII в.; см. Соболевский, Лекции 211 и сл.), ст. слав. храмъ ναός, οἰκία,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Nicéphore Grégoras — (Νικηφόρος Γρηγοράς) est un historien, philosophe, savant et humaniste byzantin, né vers 1295 à Héraclée du Pont, et mort en 1360. Sommaire 1 Biographie 1.1 La jeunesse 1.2 … Wikipédia en Français