- οἰκίσκη
οἰκίσκη, ἡ, = Folgdm, Poll. 9, 39 aus Dem.; aber Dem. 48, 13, welche Stelle Poll. bezeichnet, steht οἰκία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκίσκη, ἡ, = Folgdm, Poll. 9, 39 aus Dem.; aber Dem. 48, 13, welche Stelle Poll. bezeichnet, steht οἰκία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικίσκη — οἰκίσκη, ἡ (Α) [οίκος] (υποκορ. τού οικία) σπιτάκι … Dictionary of Greek
οἰκίσκην — οἰκίσκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek