- οἰκο-δίαιτος
οἰκο-δίαιτος, im Hause lebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-δίαιτος, im Hause lebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδίαιτος — εὐδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει με εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο δίαιτος, οικο δίαιτος, λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek
καρδιοδίαιτος — καρδιοδίαιτος, ον (Α) πάπ. αυτός που τρώει καρδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. ανθο δίαιτος, οικο δίαιτος] … Dictionary of Greek
κοπροδίαιτος — κοπροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που τρέφεται με κόπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστρο δίαιτος, οικο δίαιτος] … Dictionary of Greek