- οἰκο-δέγμων
οἰκο-δέγμων, ον, der im Hause Aufnehmende, der Wirth, Poll. 6, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-δέγμων, ον, der im Hause Aufnehmende, der Wirth, Poll. 6, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδέγμων — ον (AM θεοδέγμων, ον) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε θεό (α. «θεοδέγμων θώκος» θρόνος στον οποίο κάθησε ο θεός β. «θεοδέγμων λαός» ο λαός που δέχθηκε τον θεό, που πίστεψε σ αυτόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμο δέγμων, οικο … Dictionary of Greek
κυμοδέγμων — κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, όνος (Α) (ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, οικο δέγμων] … Dictionary of Greek
μυροδέγμων — μυροδέγμων, ον (Μ) (για σκεύη) αυτός που δέχεται τα μύρα, ο μυροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, οικο δέγμων] … Dictionary of Greek