- οἰκο-γενής
οἰκο-γενής, ές, im Hause geboren, bes. von Sklaven, im Ggstz des gekauften, verna; Plat. Men. 82 b; Pol. 40, 2, 3; D. Sic. 1, 70; vgl. Lob. Phryn. 202; ὄρτυγες, Ar. Pax 768; αἴλουρος, Agath. 84 (VII. 205).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-γενής, ές, im Hause geboren, bes. von Sklaven, im Ggstz des gekauften, verna; Plat. Men. 82 b; Pol. 40, 2, 3; D. Sic. 1, 70; vgl. Lob. Phryn. 202; ὄρτυγες, Ar. Pax 768; αἴλουρος, Agath. 84 (VII. 205).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμογένεια — κοσμογένεια, ἡ (ΑM) η δημιουργία τού κόσμου, η κοσμογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γένεια (< γενής < γένος), πρβλ. ανδρο γένεια, οικο γένεια] … Dictionary of Greek