- οἰκο-κερδής
οἰκο-κερδής, ές, für das Haus vortheilhaft, βίον εὕρηκεν, B. A. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-κερδής, ές, für das Haus vortheilhaft, βίον εὕρηκεν, B. A. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχοκερδής — ές, Μ ωφέλιμος για την ψυχή και, γενικά, για τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κερδής (< κέρδος), πρβλ. οἰκο κερδής] … Dictionary of Greek