- οἰκουμενικός
οἰκουμενικός, die ganze (von den Griechen u. später von den Römern) bewohnte Erde betreffend, auf den ganzen Erdkreis bezüglich u. für ihn Gültigkeit habend, Sp., bes. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκουμενικός, die ganze (von den Griechen u. später von den Römern) bewohnte Erde betreffend, auf den ganzen Erdkreis bezüglich u. für ihn Gültigkeit habend, Sp., bes. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκουμενικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικουμενικός — ή, ό (ΑΜ οικουμενικός, ή, όν) [οικουμένη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικουμένη, παγκόσμιος, καθολικός 2. φρ. «Οικουμενική Σύνοδος» το ανώτατο συλλογικό όργανο το οποίο εκπροσωπεί το σύνολο τής Εκκλησίας και συγκαλείται για σοβαρό… … Dictionary of Greek
οικουμενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικουμένη, αλλ. παγκόσμιος. 2. (πολιτ.) πολιτικός σχηματισμός από αντιπροσώπους όλων των πολιτικών κομμάτων: Οικουμενική κυβέρνηση, κυβέρνηση γενικού συνασπισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκουμενικά — οἰκουμενικός of neut nom/voc/acc pl οἰκουμενικά̱ , οἰκουμενικός of fem nom/voc/acc dual οἰκουμενικά̱ , οἰκουμενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουμενικῶν — οἰκουμενικός of fem gen pl οἰκουμενικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουμενικόν — οἰκουμενικός of masc acc sg οἰκουμενικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουμενικαῖς — οἰκουμενικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουμενικαί — οἰκουμενικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουμενικοί — οἰκουμενικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουμενικοῦ — οἰκουμενικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουμενικούς — οἰκουμενικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)