- οἰκ-ουρικός
οἰκ-ουρικός, ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Luc. Fugit. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκ-ουρικός, ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Luc. Fugit. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.