οἰκειότης

οἰκειότης

οἰκειότης, , ion. οἰκηϊότης, Verwandtschaft; Her. 6, 54; Plat. Polit. 258 a Tim. 26 e; vertrauter Umgang, Freundschaft, Thuc. 3, 86; καὶ φιλία, 4, 19; φιλίᾳ τε καὶ οἰκειότητι καὶ ἔρωτι, Plat. Conv. 192 c; Phaedr. 256 e; enge Verbindung, Xen. Cyr. 8, 7, 15; οὐ γὰρ τὰ ῥήματα τὰς οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῠν, Dem. 18, 35, nicht der Name, daß man Einen Freund nennt, macht die Freundschaft fest; im plur. auch Andoc. 1, 118; auch = eheliche Gemeinschaft, Lys. 1, 6 Isocr. 10, 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰκειότης — a being fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειοτήτων — οἰκειότης a being fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότησι — οἰκειότης a being fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότησιν — οἰκειότης a being fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητα — οἰκειότης a being fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητας — οἰκειότης a being fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητες — οἰκειότης a being fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητι — οἰκειότης a being fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητος — οἰκειότης a being fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκηιότητα — οἰκειότης a being fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητ' — οἰκειότητα , οἰκειότης a being fem acc sg οἰκειότητι , οἰκειότης a being fem dat sg οἰκειότητε , οἰκειότης a being fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”