- οἰκτίρμων
οἰκτίρμων, ον, mitleidig, barmherzig; Theocr. 15, 75; Ep. ad. 632 (App. 225); auch N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκτίρμων, ον, mitleidig, barmherzig; Theocr. 15, 75; Ep. ad. 632 (App. 225); auch N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκτίρμων — merciful masc/fem nom sg οἰκτιρμων merciful masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτίρμων — ον (ΑΜ οἰκτίρμων, ον) ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ). επίρρ... οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως) με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα μων (πρβλ. ιχνεύ μων)] … Dictionary of Greek
οἰκτιρμῶν — οἰκτιρμός pity masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίρμονα — οἰκτίρμων merciful neut nom/voc/acc pl οἰκτίρμων merciful masc/fem acc sg οἰκτιρμων merciful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμόνων — οἰκτίρμων merciful gen pl οἰκτιρμων merciful masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίρμονας — οἰκτίρμων merciful masc/fem acc pl οἰκτιρμων merciful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίρμονες — οἰκτίρμων merciful masc/fem nom/voc pl οἰκτιρμων merciful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίρμονι — οἰκτίρμων merciful dat sg οἰκτιρμων merciful masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίρμονος — οἰκτίρμων merciful gen sg οἰκτιρμων merciful masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίρμοσιν — οἰκτίρμων merciful dat pl οἰκτιρμων merciful masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμόνως — οἰκτίρμων merciful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)