οἰκτοσύνη, ἡ, = Vorigem, erst Sp., Hdn. Epimer. 232.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικτοσύνη — οἰκτοσύνη, ἡ (Α) [οίκτος] οίκτος … Dictionary of Greek
οἰκτοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)