λᾱ-εργής

λᾱ-εργής

λᾱ-εργής, ές, aus Steinen gemacht, Nic. Ther. 708, v. l. εὐεργής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… …   Dictionary of Greek

  • ευθυεργής — εὐθυεργής, ές (Α) ο κατεργασμένος με επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + εργής (< έργον) πρβλ. ευ εργής, κακο εργής] …   Dictionary of Greek

  • ημιεργής — ἡμιεργής, ὲς (Α) ημιέργαστος*, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργής (< έργον), πρβλ. δολο εργής, ευ εργής] …   Dictionary of Greek

  • κοινοεργής — κοινοεργής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + εργής (< ἔργον), πρβλ. λινο εργής, νεο εργής] …   Dictionary of Greek

  • λαεργής — λαεργής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής, μυλο εργής] …   Dictionary of Greek

  • λιθοεργής — λιθοεργής, ές (Α) λιθοεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. εν εργής, Λυκιο εργής] …   Dictionary of Greek

  • λινεργής — και λινοεργής, ές (Α) υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + εργής (< ἔργον), πρβλ. δολο εργής, λιθο εργής] …   Dictionary of Greek

  • ετεροεργής — ἑτεροεργής, ές (Μ) ο ετεροενεργής («ἑτεροεργῆ καὶ ἑτερούσιον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εργής (< έργον), πρβλ. ευ εργής] …   Dictionary of Greek

  • λιθουργής — λιθουργής, ές (AM) κατασκευασμένος από πέτρα («λιθουργὲς εἰκόνισμα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. εν εργής, κακ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • μυλοεργής — μυλοεργής, ές (Α) κατεργασμένος, αλεσμένος σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”