οἰνό-ληπτος

οἰνό-ληπτος

οἰνό-ληπτος, vom Wein ergriffen, trunken, ἀνδράποδον οἰν. καὶ λίχνον, Plut. ed. lib. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θατεράληπτος — θατεράληπτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με άλλη σημασία, που μπορεί να παρερμηνευθεί εύκολα 2. αυτός που επαμφοτερίζει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, που δεν είναι σταθερός στην πίστη ή στη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάτερος +… …   Dictionary of Greek

  • θρησκόληπτος — η, ο αυτός που είναι αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη θρησκεία, αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. εύ ληπτος, οινό ληπτος. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • ιερόληπτος — ἱερόληπτος, ον (Α) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. εύ ληπτος, οινό ληπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”