λήθαργος

λήθαργος

λήθαργος, ον, 1) vergessend, nach Phryn. p. 418 bei Men. u. a. Sp., = dem älteren ἐπιλήσμων; vgl. Mel. 90 (V, 152) λήϑ. φιλούντων, auch κακῶν, 55 (XII, 801, u. Lob. zu Phryn. a. a. O. – Von Hunden, tückisch, Zenob. 4, 90, προςσαίνων μέν, λάϑρα δὲ δάκνων, wie Schol. Ar. Equ. 1028 auch von Pferden, stätisch, οἱ νωϑροὶ ἵπποι, s. λαίϑαργος. – 2) subst. ὁ λ., Schlafsucht, Hippocr.; Emp. adv. eth. 136; Lycophr. 241.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λήθαργος — biting secretly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… …   Dictionary of Greek

  • λήθαργος — ο βαθύς και συνεχής ύπνος, νάρκη: Νύσταζε τόσο που μόλις ξάπλωσε έπεσε σε λήθαργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος — Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά… …   Dictionary of Greek

  • λήθαργον — λήθαργος biting secretly masc/fem acc sg λήθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργοις — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργου — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργους — λήθαργος biting secretly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργων — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαργε — λήθαργος biting secretly masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”