λήθω

λήθω

λήθω, dor. λάϑω, Stammform zu λανϑάνω, λήϑεσκον, Il. 24, 13, verborgen sein, c. acc. der Person, vor der Etwas verborgen bleibt, der Etwas entgeht, καὶ δέ σε γιγνώσκω – φρεσὶν οὐδέ με λήϑεις, ὅττι ϑεῶν τίς σ' ἦγε, es entgeht mir nicht, daß dich ein Gott führte, Il. 24, 563; auch οὐδέ σε λήϑω τιμῆς ἧς τέ μ' ἔοικε τετιμῆσϑαι, 23, 648, in Betreff der Ehre, u. c. partic., οὔτι με λήϑεις ἔρδουσα, Od. 19, 91, wie οὐδ' ἄρα Κίρκην ἐξ Ἀΐδεω ἐλϑόντες ἐλήϑομεν, 12, 17; so auch oft bei Hes., seltener bei den Attikern, wie Soph. O. R. 1325 Ant. 528; Xen. Ages. 6, 5 Oec. 7, 31. – Med. λήϑομαι, vergessen, τινός, Il. 1, 495, ἐλήϑετο συνϑεσιάων, 5, 319, öfter; auch Aesch. Ag. 39; das act. steht so Simonid. 49 (VII, 25), μολπῆς δ' οὐ λήϑει. – Die übrigen tempp. s. λανϑάνω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λήθω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] …   Dictionary of Greek

  • ληθώ — ληθώ, ἡ (ΑM) η λήθη, η λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + κατάλ. ώ, (πρβλ. πειθ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • Λήθω — Λή̱θω , Λῆθος masc nom/voc/acc dual Λή̱θω , Λῆθος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθω — λανθάνω escape notice pres subj act 1st sg λανθάνω escape notice pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • Lethe (Mythologie) — Lethe (griechisch ἡ Λήθη, das Vergessen) ist einer der Flüsse in der Unterwelt der griechischen Mythologie. Der Name ist altgriechisch und bedeutet wörtlich Vergessen, Vergessenheit (ursprünglich Verborgenheit, zu agr. λήϑω – verborgen sein; …   Deutsch Wikipedia

  • Лето — (Ληθώ, Latona). Мать Аполлона и Артемиды от Зевса. Ревнивая Гера преследовала ее, пока та не пришла на остров Делос, где и родила своих детей близнецов. Римляне называли ее Латоной. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш.… …   Энциклопедия мифологии

  • ЭНДИМИОН —    • Endymion,          красивый спящий юноша, любовник Селены. Сказания о нем указывают отчасти на Элиду, отчасти на Карию. В Элиде он был сыном Аетлия (ср. αεθλος, состязание) или Зевса и Калики, царем страны, отцом Епея, Этола и Пэона,… …   Реальный словарь классических древностей

  • άληστος — Επώνυμο των Θεσσαλών ζωγράφων Ιωάννη και Γεωργίου που εργάστηκαν στα χωριά Κοκκωτοί και Τσιγγέλι της Θεσσαλίας, στα χρόνια 1636 και 1665. * * * (Α ἄληστος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, αλησμόνητος, αξέχαστος «ο αλήστου μνήμης...», ο …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”