οἶμος

οἶμος

οἶμος, , u. bei Attikern wie ὁδός auch ἡ (ΟΙΩ, s. φέρω), Weg, Gang, Bahn; Hes. O. 292; ὀλισϑηρός, Pind. P. 2, 96; ἐπίκρυφος, Ol. 8, 69, vom Lebenswandel; οἶμον ἴσαμι βραχύν, P. 4, 248; λευρὰν γὰρ οἶμον αἰϑέρος ψαίρει, Aesch. Prom. 394; ὀρϑὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; u. so fem. auch Hes. bei Plat. Phaed. 108 a; τὸν αὐτὸν οἶμον πορευόμενοι, Plat. Rep. III, 420 b; – auch Lauf, Reise, Sp. – Uebh. ein Streif, Strich, δέκα οἶμοι ἔσαν μέλανος κυάνοιο, δώδεκα δὲ χρυσοῖο, Il. 11, 24, Streifen von Stahl u. Gold auf dem Harnisch; Landstrich, Aesch. Prom. 2. – Uebertr. wie οἴμη, vom Gesange, οἶμος ἀοιδῆς, die Weise des Liedes, H. h. Merc. 451, μύϑων, Philet. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • οἶμος — way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμος — way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμοις — οἷμος way fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμου — οἷμος way fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμους — οἷμος way fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμοι — οἶμος way masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμον — οἶμος way masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμον — οἷμος way fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”