- οἶβος
οἶβος, ὁ, ein Stück Fleisch vom Hintertheile des Halses am Ochsen, Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἶβος, ὁ, ein Stück Fleisch vom Hintertheile des Halses am Ochsen, Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίβος — οἶβος, ὁ (Α) τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος τού τραχήλου τού βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος*] … Dictionary of Greek
οἶβος — piece of meat from the back of an ox s neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶβον — οἶβος piece of meat from the back of an ox s neck masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόροιβος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας του Άργους. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, όταν η Ψαμάθη, κόρη του βασιλιά του Άργους, Κρότωπου, έμεινε έγκυος από τον Απόλλωνα, φοβήθηκε την αντίδραση του πατέρα της και πέταξε το νεογέννητο στα σκυλιά … Dictionary of Greek
όχθοιβος — ὄχθοιβος, ὁ (Α) 1. πορφυρή ταινία μπροστά και στη μέση τού χιτώνα 2. περιλαίμιο («ὄχθοιβος ὅν... ἔχει ἐπὶ τῷ τραχήλῳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, αβέβαιης ετυμολ., που αναφέρεται στην ενδυμασία και εμφανίζει επίθημα βος (πρβλ.… … Dictionary of Greek