- παρα-βλάστημα
παρα-βλάστημα, τό, das daneben Keimende, Sprossende, Poll. 7, 145 u. Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-βλάστημα, τό, das daneben Keimende, Sprossende, Poll. 7, 145 u. Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προφυάς — άδος, ἡ, Α βλάστημα, μίσχος που προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφύομαι + επίθημα άς, άδος (πρβλ. παρα φυ άς)] … Dictionary of Greek
χωράφι — το / χωράφιον, ΝΜΑ καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης νεοελλ. 1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός 2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά 3. στον πληθ. (τα) χωράφια (διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια») 4. παροιμ.… … Dictionary of Greek