λᾶμα

λᾶμα

λᾶμα, τό, dor. = λῆμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμά — indeclform (indecl) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… …   Dictionary of Greek

  • λάμα — η (λ. ιταλ.) 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα. 2. λεπίδα για ξύρισμα. ο (λ. του Θιβέτ), βουδιστής ιερέας της Μογγολίας και του Θιβέτ· «μεγάλος λάμα» ή «δαλαϊλάμα», ο αρχηγός της βουδιστικής θρησκείας. το (ζωολ.), θηλαστικό μηρυκαστικό των Άνδεων που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λάμα — Λάμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαλάι Λάμα — Τίτλος του εκάστοτε πνευματικού και –μέχρι το 1950– πολιτικού αρχηγού του Θιβέτ, που θεωρείται ζωντανή ενσάρκωση του βοδισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα (συμβόλου μίας από τις πιο ανθρώπινες πράξεις του Βούδα, δηλαδή του ελέους) ή Παντμαπάνι. Αρχικά ο Δ.Λ …   Dictionary of Greek

  • Λάμας — Λάμᾱς , Λάμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

  • λάσα — (Lasa). Πόλη (139.822 κάτ. το 1998) της Κίνας, πρωτεύουσα της αυτόνομης κινεζικής περιοχής του Θιβέτ. Βρίσκεται στο κέντρο της πιο φιλόξενης ζώνης της χώρας, στη δεξιά όχθη του Kιί τσου (παραποτάμου του Βραχμαπούτρα) και στη βορειοανατολική… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”