λήκημα, τό, Geräusch, Epicur. bei Cleomed. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήκημα — λήκημα, τὸ (Α) [ληκάω] 1. λαγνεία, πορνεία 2. (κατά δ. ερμ.) κραυγή, σκούξιμο … Dictionary of Greek
ληκήματα — λήκημα wenching neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)