- οἶκα
οἶκα, ion. = ἔοικα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἶκα, ion. = ἔοικα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίκα — οἶκα (Α) ιων. τ. ἔοικα*, μού φαίνεται, νομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έοικα] … Dictionary of Greek
οἶκα — ἔοικα as perf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴκασι — οἴκᾱσι , ἔοικα as perf ind act 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκαδε — (ΑΜ οἴκαδε, Α δωρ. τ. οἴκαδις και σε επιγρ. Fοίκαδε) επίρρ. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα («οἴκαδέ τ ἐλθέμεν καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.) αρχ. στο σπίτι, στην πατρίδα («ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴκα, αιτ. πληθ … Dictionary of Greek
Μεγαράδε — (Α) επίρρ. στα Μέγαρα, προς τα Μέγαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μέγαρα + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. οίκα δε)] … Dictionary of Greek
έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… … Dictionary of Greek
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
κρήνηνδε — (Α) επίρρ. στην πηγή («ταὶ δὲ μεθ ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνην + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. οίκα δε, πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… … Dictionary of Greek