οἶστρος

οἶστρος

οἶστρος, (verwandt mit ὀϊστός), oestrus, die Bremse, die das Vieh verfolgt und plagt, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, Od. 22, 300; Plut. de discr. ad. et. am. 16 u. a. Sp.; Aesch. oft bei der in die Kuh verwandelten Io, Ἰὼ οἴστρῳ ἐρεσσομένα, Suppl. 536, οἴστρου δ' ἄρδις χρίει μ' ἄπυρος, Prom. 881. 566; daher Stich, Stachel, auch übertr. von heftigen Leidenschaften, πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον, Soph. Trach. 1244, κακῷ κλάζοντες οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωμένῳ, Ant. 989, Schol. μανίᾳ, von dem wüthenden, Unglück prophezeienden Geschrei der Vögel; oft Eur., σῆς γυναικὸς οἶστρον Hipp. 1300, μὴ ϑεαί μ' οἴστρῳ κατάσχωσι, Or. 789; sp. D., bes. von Liebesraserei, τινός, Add. 8 (VII, 51); Anacr. 31, 28. 59, 15; von Fischen, ἐπεάν σφεας ἐςίῃ οἶστρος κυΐσκεσϑαι, Her. 2, 93; ὑπ' ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται, Plat. Phaedr. 240 d, vgl. Rep. IX, 577 e; οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων, Stachel, Legg. IX, 854 b; Sp., im plur. neben πτοῖαι καὶ φυγαί Plut. de prof. virt. sent. p. 262.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἶστρος — gadfly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο 1. είδος εντόμου, βοϊδόμυγα, αλλ. ντάβανος (βλ. λ.). 2. άλλο έντομο, αλλ. αλογόμυγα. 3. μτφ., διέγερση, μανία: Οίστρος ακολασίας. 4. ενθουσιασμός, έμπνευση, κέφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἶστρε — οἶστρος gadfly masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶστροι — οἶστρος gadfly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶστρον — οἶστρος gadfly masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Estrous cycle — Oestrus is also the biological genus name of the gadfly. The estrous cycle (also oestrous cycle; derived from Latin oestrus and originally from Greek οἶστρος meaning sexual desire) comprises the recurring physiologic changes that are induced by… …   Wikipedia

  • οιστρίδες — (Oestridae). Οικογένεια δίπτερων εντόμων του γένους οίστρος. Οι ο. είναι μύγες που παρασιτούν στο τριχωτό δέρμα των θηλαστικών, το οποίο τρυπούν για να αποθέσουν τα αβγά τους. Το κεφάλι τους είναι δυσανάλογα μεγάλο ως προς το σώμα και καταλήγει… …   Dictionary of Greek

  • φίλοιστρος — ον, Α 1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία 2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς τού Βάκχου και τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶστρος «μανία, τρέλα,… …   Dictionary of Greek

  • ястреб — род. п. а, укр. ястрiб, яструб, также ястер, др. русск., цслав. ɪастрѧбъ (Златостр., ХII в., РП, 1282 г. и др.; см. Соболевский, Лекции 82), сербохорв. jа̏стриjеб, мн. jа̏стребови, прилаг. jастрѐбаст пестрый, крапчатый (как коршун) , словен.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Estrogen — Estriol. Note two hydroxyl ( OH) groups attached to the D ring (rightmost ring) …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”