λᾶς

λᾶς

λᾶς, , att. zsgzgn aus λᾶας, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λας — Αρχαία πόλη της Λακωνίας, στα NΔ του Γυθείου. Βρισκόταν στην κορυφή του όρους Ασία, όπου υπήρχε ναός της Ασίας Αθηνάς, ιδρυμένος –σύμφωνα με την παράδοση– από τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη μετά την επιστροφή τους από την χώρα των Κόλχων. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Λας Βέγκας — (Las Vegas). Πόλη (478.434 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην πολιτεία της Νεβάδα. Αποτελεί αξιόλογο κέντρο παραθερισμού και λουτροθεραπείας. Η πόλη αυτή είναι κυρίως γνωστή για τα πολυτελή κέντρα διασκέδασης και τα καζίνο της, καθώς τα τυχερά παιχνίδια …   Dictionary of Greek

  • Λας Πάλμας — (Las Palmas· επίσημη ονομασία Las Palmas de Gran Canaria). Πόλη (354.863 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, στο αρχιπέλαγος των Καναρίων Νήσων, πρωτεύουσα της ομώνυμης υπερπόντιας επαρχίας (4.447 τ. χλμ., 1.694.477 κάτ.). Είναι χτισμένη στη… …   Dictionary of Greek

  • λᾶς — λᾶ̱ς , λάω 1 pres ind act 2nd sg (doric) λάω 1 imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) λᾶ̱ς , λάω 2 seize pres ind act 2nd sg (doric) λᾶ̱ς , λάζω fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾷς — λάω 1 pres subj act 2nd sg λάω 1 pres ind act 2nd sg (epic) λάω 2 seize pres subj act 2nd sg (doric) λάω 2 seize pres ind act 2nd sg (epic doric) λάζω fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάς — Λά̱ς , Λής masc acc pl (doric) Λά̱ς , Λής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λας Κάσας, Μπαρτολομέο ντε- — (Bartolomé de Las Casas, Σεβίλη; 1474 – Μαδρίτη 1566). Ισπανός ιερέας, γνωστός και με την προσωνυμία Απόστολος των Ινδιάνων. Σπούδασε νομικά στη Σαλαμάνκα και σε ηλικία 28 ετών ακολούθησε τον Χριστόφορο Κολόμβο στο τέταρτο ταξίδι του προς την… …   Dictionary of Greek

  • νταμ(π)λάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.), αποπληξία: Μου ήρθε νταμπλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”