θήρᾱτρον

θήρᾱτρον

θήρᾱτρον, τό, Jagdgeräth, Fangnetz, Xen. Mem. 2, 1, 4. 3, 11, 7 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θήρατρον — θήρᾱτρον , θήρατρον instrument of the chase neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρατρο — το (ΑΜ θήρατρον) [θηρώ] όργανο που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη θηραμάτων, παγίδα, δόκανο, δίχτυ, απόχη κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… …   Dictionary of Greek

  • ՈՐՍԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0538 Chronological Sequence: Unknown date գ. Որս. որսալն. եւ Գործի որսալոյ. որպէս յն. θήρατρον, ρα instrumentum venatorium. *Լինին քեզ կարթք՝ պատրաստելով ի մահ, եւ որսանք բազմապատիկ ի կորուստ. Վրք. հց. ՟Զ. ձ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • θηράτροις — θηρά̱τροις , θήρατρον instrument of the chase neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηράτρου — θηρά̱τρου , θήρατρον instrument of the chase neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηράτρων — θηρά̱τρων , θήρατρον instrument of the chase neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρατρα — θήρᾱτρα , θήρατρον instrument of the chase neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”