- λήρημα
λήρημα, τό, thörichte Rede, Geschwätz, Plat. Gorg. 486 c im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήρημα, τό, thörichte Rede, Geschwätz, Plat. Gorg. 486 c im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήρημα — silly talk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρημα — το (Α λήρημα) [ληρώ] ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ληρημάτων — λήρημα silly talk neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληρήμασι — λήρημα silly talk neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληρήμασιν — λήρημα silly talk neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληρήματα — λήρημα silly talk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρησις — λήρησις, ἡ (Α) [ληρώ] 1. λήρημα 2. φρ. «λήρησις τοῡ γήρατος» παλιμπαιδισμός, ξεμώραμα … Dictionary of Greek
ληρολόγημα — το (AM ληρολόγημα) ανόητος λόγος, μωρολογία, λήρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληρολογῶ] … Dictionary of Greek
ψευδολήρημα — τὸ, Μ ανόητο ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λήρημα (< ληρῶ «μιλώ ανόητα»)] … Dictionary of Greek
ԱՂՃԱՏԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0041 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. λῆρος, λήρημα delirium, nugae, ἁηδία taedium, molestia (որ թարգմանի եւ ԱՂՄՈՒԿ.) Ցնորք մտաց եւ բանից. զառանցանք. բանդագուշանք. շաղփաղփութիւն. անմիտ եւ անհամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱՆԴԱԳՈՒՇԱՆ — (նաց.) NBH 1 436 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c գ. ԲԱՆԴԱԳՈՒՇԱՆ մանաւանդ ԲԱՆԴԱԳՈՒՇԱՆՔ, Նոյն ընդ յն. ֆանդասի՛ա φαντασία, λήρημα, τερατολογία, τερατεία imaginatio, hallucinatio, delirium, prodigiosum verbum, momstrum… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)