- οἰωνο-πόλος
οἰωνο-πόλος, ὁ, der sich mit weissagenden Vögeln, οἰωνοῖς beschäftigt, ihren Flug od. ihre Stimme beobachtet und daraus weissagt; Κάλχας, Il. 1, 60. 6, 76; Aesch. Suppl. 56; Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰωνο-πόλος, ὁ, der sich mit weissagenden Vögeln, οἰωνοῖς beschäftigt, ihren Flug od. ihre Stimme beobachtet und daraus weissagt; Κάλχας, Il. 1, 60. 6, 76; Aesch. Suppl. 56; Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
μαντιπόλος — μαντιπόλος, ον (Α) 1. θεόπνευστος, εμπνευσμένος, ένθους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μαντιπόλοι οι μάντεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις (βλ. λ. μάντης) + πόλος κατά το οἰωνο πόλος] … Dictionary of Greek