- λώφημα
λώφημα, τό, die Erholung, Rast, Hesych. Erkl. von λῶφαρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώφημα, τό, die Erholung, Rast, Hesych. Erkl. von λῶφαρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώφημα — λώφημα, τὸ (Α) [λωφώ] ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία … Dictionary of Greek
λώφημα — relief neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και … Dictionary of Greek
λώφαρ — λῶφαρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λώφημα», ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωφῶ «σταματώ, ανακουφίζομαι» + επίθημα αρ (πρβλ. άλειφ αρ)] … Dictionary of Greek