λώφησις

λώφησις

λώφησις, , das Erholen, Nachlassen, τοῦ πολέμου Thuc. 4, 81, u. Sp., wie D. Hal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λώφησις — λώφησις, ἡ (Α) [λωφώ] παύση, ανάπαυση, σταμάτημα («καὶ τοῡ πολέμου λώφησιν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • λώφησις — abatement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωφήσει — λώφησις abatement fem nom/voc/acc dual (attic epic) λωφήσεϊ , λώφησις abatement fem dat sg (epic) λώφησις abatement fem dat sg (attic ionic) λωφάω rest aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) λωφάω rest fut ind mid 2nd sg (attic ionic) λωφάω rest… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώφησιν — λώφησις abatement fem acc sg λωφάω rest pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • λωφήσεων — λωφήσεω̆ν , λώφησις abatement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωφήσῃ — λωφήσηι , λώφησις abatement fem dat sg (epic) λωφάω rest aor subj mid 2nd sg (attic ionic) λωφάω rest aor subj act 3rd sg (attic ionic) λωφάω rest fut ind mid 2nd sg (attic ionic) λωφέω aor subj mid 2nd sg λωφέω aor subj act 3rd sg λωφέω fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”