- λᾱ-τομία
λᾱ-τομία, ἡ, = λατομεῖον; Lucill. 83 (XI, 253); Ath. I, 7 a; Ael. V. H. 12, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-τομία, ἡ, = λατομεῖον; Lucill. 83 (XI, 253); Ath. I, 7 a; Ael. V. H. 12, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τομία — τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc nom/voc/acc dual τομίας one who has been castrated masc voc sg τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc voc sg (attic) τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίᾳ — τομίαι , τομίας one who has been castrated masc nom/voc pl τομίᾱͅ , τομίας one who has been castrated masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομία — ἡ, Μ η τομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τομή, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
τόμια — τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίας — τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc acc pl τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίαν — τομίᾱν , τομίας one who has been castrated masc acc sg (attic epic doric aeolic) τομίας one who has been castrated masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμι' — τόμια , τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμοτομία — η ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση στον θάλαμο τού εγκεφάλου με σκοπό την καταστροφή τών συνδέσεων διαφόρων τμημάτων του με άλλα νευρικά κέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + τομία (< τομος < τέμνω) πρβλ. αγγειο τομία, φλεβο τομία] … Dictionary of Greek
ιστοτομία — η η ανατομική εξέταση τών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο τομία, ομφαλο τομία] … Dictionary of Greek
κορυφοτομία — η το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία, υλο τομία] … Dictionary of Greek
πυροτομία — ἡ, Α ο θερισμός τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομία, λιθο τομία] … Dictionary of Greek