- οἰσύα
οἰσύα, ἡ, wie οἶσος, ein weidenartiger Strauch, Bandweide, VLL.; = λύγος, Poll. 7, 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰσύα, ἡ, wie οἶσος, ein weidenartiger Strauch, Bandweide, VLL.; = λύγος, Poll. 7, 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰσύα — οἰσύᾱ , οἰσύα osier fem nom/voc/acc dual οἰσύᾱ , οἰσύα osier fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισύα — οἰσύα, ἡ (ΑΜ) μσν. το φυτό ιτιά αρχ. 1. το φυτό λυγαριά 2. φρ. «οἰσύα ἡ ἀγρία» το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίσος] … Dictionary of Greek
οἰσύας — οἰσύᾱς , οἰσύα osier fem acc pl οἰσύᾱς , οἰσύα osier fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσύαι — οἰσύα osier fem nom/voc pl οἰσύᾱͅ , οἰσύα osier fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσύαν — οἰσύᾱν , οἰσύα osier fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυῶν — οἰσύα osier fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίσος — οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α) είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά τής οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wei «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. *tu / tw … Dictionary of Greek
οίσυον — οἴσυον, τὸ (Α) [οισύα] 1. (αμφβλ. ανάγν.) οισύα* 2. φρ. «ἐν τοῑς οἰσύοις» τόπος αγοράς καλαθιών κατασκευασμένων από κλαδιά λυγαριάς … Dictionary of Greek
οίσαξ — οἴσαξ, ἡ (Μ) οισύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + επίθημα αξ, ακος, που απαντά συχνά σε ον. φυτών (πρβλ. θρίδ αξ, στύρ αξ] … Dictionary of Greek
οισυοπλόκος — οἰσυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει διάφορα αντικείμενα, όπως λ.χ. καλάθια, με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] … Dictionary of Greek
οισυουργός — οἰσυουργός, όν (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν ουργός] … Dictionary of Greek