- οἰσύϊνος
οἰσύϊνος, von den Zweigen der οἰσύα, aus Weidenzweigen gemacht, geflochten; ῥῖπες, Od. 5, 256; ἀσπί-δες, Thuc. 4, 9; Sp., wie Opp. Hal. 3, 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰσύϊνος, von den Zweigen der οἰσύα, aus Weidenzweigen gemacht, geflochten; ῥῖπες, Od. 5, 256; ἀσπί-δες, Thuc. 4, 9; Sp., wie Opp. Hal. 3, 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰσύινος — οἰσύϊνος , οἰσύινος of osier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισύινος — οἰσύϊνος, ίνη, ον (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. ινος (πρβλ. δάφν ινος)] … Dictionary of Greek
οἰσυίνας — οἰσυΐνᾱς , οἰσύινος of osier fem acc pl οἰσυΐνᾱς , οἰσύινος of osier fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυίνων — οἰσυΐνων , οἰσύινος of osier fem gen pl οἰσυΐνων , οἰσύινος of osier masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσύινον — οἰσύϊνον , οἰσύινος of osier masc acc sg οἰσύϊνον , οἰσύινος of osier neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυίναι — οἰσυΐνᾱͅ , οἰσύινος of osier fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυίναις — οἰσυΐναις , οἰσύινος of osier fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυίνη — οἰσυΐνη , οἰσύινος of osier fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυίνην — οἰσυΐνην , οἰσύινος of osier fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυίνοισι — οἰσυΐνοισι , οἰσύινος of osier masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυίνοισιν — οἰσυΐνοισιν , οἰσύινος of osier masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)