- οἰστρο-μανής
οἰστρο-μανής, ές, vom Bremsenstiche rasend, übh. wüthend, Nonn. D. 10, 36. 18, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰστρο-μανής, ές, vom Bremsenstiche rasend, übh. wüthend, Nonn. D. 10, 36. 18, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοιστρομανής — ές, Α αυτός που θέλει να οιστρηλατείται, να διακατέχεται από οίστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλοιστρος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἡδυ μανής] … Dictionary of Greek