- οὐλό-θριξ
οὐλό-θριξ, τριχος, mit krausem Haare, kraushaarig, Her. 2, 104, von den Kolchern; von den Aethiopen, Arist. gen. an. 5, 3; οὐλότριχες, probl. 33, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐλό-θριξ, τριχος, mit krausem Haare, kraushaarig, Her. 2, 104, von den Kolchern; von den Aethiopen, Arist. gen. an. 5, 3; οὐλότριχες, probl. 33, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόθριξ — κοντόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λασιό θριξ, ουλό θριξ] … Dictionary of Greek
κυματόθριξ — και κυμόθριξ, άτριχος, ο 1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια 2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + θριξ… … Dictionary of Greek
λυσίθριξ — λυσίθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ, ουλό θριξ)] … Dictionary of Greek
ξανθοτριχώ — ξανθοτριχῶ, έω (ΑΜ) έχω ξανθά μαλλιά, είμαι ξανθομάλλης, ξανθότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο τριχώ, ουλο τριχώ] … Dictionary of Greek