- οὐλό-δετον
οὐλό-δετον, τό, das Garbenband, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐλό-δετον, τό, das Garbenband, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλημνόδετο — το / πλημνόδετον, ΝΜΑ μικρό μεταλλικό εξάρτημα που συνδέει την ακτίνα ενός τροχού με την πλήμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμνη + δετον (< δετός < δῶ «δένω»), πρβλ. μαστό δετον, ουλό δετον] … Dictionary of Greek