- οὐλότης
οὐλότης, ητος, ἡ, das Kraussein, die Krausheit (vgl. οὖλος 3), Arist. gener. anim. 5, 3. – Bei Plut. Gryll. 6, τῆς χλαμύδος οὔσης ἁλουργοῦ τὴν οὐλότητα, vom Gewande. Vgl. οὖλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐλότης, ητος, ἡ, das Kraussein, die Krausheit (vgl. οὖλος 3), Arist. gener. anim. 5, 3. – Bei Plut. Gryll. 6, τῆς χλαμύδος οὔσης ἁλουργοῦ τὴν οὐλότητα, vom Gewande. Vgl. οὖλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουλότης — οὐλότης, ητος, ἡ (Α) [ούλος (II)] 1. η ιδιότητα τού σγουρού, το να είναι κάτι βοστρυχώδες, σγουρό, κατσαρό («εἰσὶ δὲ διαφοραὶ τῶν τριχῶν κατά τε σκληρότητα καὶ μαλακότητα... καὶ εὐθύτητα καὶ οὐλότητα», Αριστοτ.) 2. το κοκκώδες, το σπυρωτό («τὴν… … Dictionary of Greek
οὐλότης — curliness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλότητα — οὐλότης curliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλότητας — οὐλότης curliness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλότητι — οὐλότης curliness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλότητος — οὐλότης curliness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NODI Crinium — globique in vicem implexi et calamistrô intorti, Graecis Grammaticis πλόκαμοι dictisunt, et βόσρυχοι. Hesychius, Πλόκαμοι κόνδυλοι τριχῶν πεπλεγμένοι, quidquid enim in nodum extuberat, κόνδυλον Graeci vocabant; unde in digitis κόνδυλοι partes,… … Hofmann J. Lexicon universale