- οὐλό-τριχος
οὐλό-τριχος, = οὐλόϑριξ, kraushaarig, Arist. u. Folgde. Der comparat. οὐλοτριχώτερος, H. A. 9, 44, kann aber auch von οὐλόϑριξ herkommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐλό-τριχος, = οὐλόϑριξ, kraushaarig, Arist. u. Folgde. Der comparat. οὐλοτριχώτερος, H. A. 9, 44, kann aber auch von οὐλόϑριξ herkommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίθριξ — λυσίθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ, ουλό θριξ)] … Dictionary of Greek
ξανθοτριχώ — ξανθοτριχῶ, έω (ΑΜ) έχω ξανθά μαλλιά, είμαι ξανθομάλλης, ξανθότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο τριχώ, ουλο τριχώ] … Dictionary of Greek
κοντόθριξ — κοντόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λασιό θριξ, ουλό θριξ] … Dictionary of Greek