- οὐρανο-μέτρης
οὐρανο-μέτρης, ὁ, den Himmel messend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρανο-μέτρης, ὁ, den Himmel messend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρανομέτρης — οὐρανομέτρης, ὁ (Α) (για τον Θεό) αυτός που μετρά τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + μέτρης (< μέτρο), πρβλ. γεω μέτρης] … Dictionary of Greek
ουρανομετρία — (Αστρον.). Με την ονομασία αυτή αναφέρονται διάφοροι κατάλογοι αστέρων, που έχουν γίνει κατά καιρούς. Ένας κατάλογος του είδους έγινε το 1603 στο Άουξμπουργκ από τον Μπάγιερ και ένας άλλος, στην Κόρδοβα της Αργεντινής το 1879 από τον Γκουλντ. Ο… … Dictionary of Greek