οὐρανο-βάμων

οὐρανο-βάμων

οὐρανο-βάμων, ον, den Himmel beschreitend, durchwandelnd, Suid., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρανοβάμων — ο, η (ΑΜ οὐρανοβάμων, ονος) αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο ψηλά από τα επίγεια («ὁ οὐρανοβάμων Παῡλος») νεοελλ. μτφ. αιθεροβάμων, φαντασιοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • κυνοβάμων — κυνοβάμων, όνος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κυνοβάτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ό)* + βάμων (< βαίνω), πρβλ. ετερο βάμων, ουρανο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • μετεωροβάμων — μετεωροβάμων, ον (Μ) αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ουρανο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιβάμων — αίβαμον, Μ 1. αυτός που βαδίζει στη γη, στο έδαφος 2. (κατ επέκτ.) ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. οὐρανο βάμων, ὑψι βάμων] …   Dictionary of Greek

  • τεθριπποβάμων — ονος, ὁ, Α φρ. «τεθριπποβάμων στόλος» το τέθριππο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. ουρανο βάμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”