- οὐρανό-δεικτος
οὐρανό-δεικτος, am Himmel gezeigt, sich am Himmel zeigend, αἴγλη μήνης, H. h. 32, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρανό-δεικτος, am Himmel gezeigt, sich am Himmel zeigend, αἴγλη μήνης, H. h. 32, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρανόδεικτος — οὐρανόδεικτος, ον (Α) (για τη Σελήνη) αυτός που εμφανίζεται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + δεικτος (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] … Dictionary of Greek
λοπόδεικτος — λοπόδεικτος, ον (Α) αυτός τον οποίο δείχνει κάποιος αλλά χωρίς να φαίνεται ευκρινώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπός + δεικτος(< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος, ουρανό δεικτος] … Dictionary of Greek