- λίασμα
λίασμα, τό, = χλίασμα, ἅλμης λιάσμασι σῶμα λιπάνας, = ἅλμῃ λιαρᾷ, Axionic. bei Ath. VIII, 342 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίασμα, τό, = χλίασμα, ἅλμης λιάσμασι σῶμα λιπάνας, = ἅλμῃ λιαρᾷ, Axionic. bei Ath. VIII, 342 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναφουφουδιάζω — κ. λιάζω 1. ανοίγω λίγο τα φτερά, αναφτερουγίζω 2. ανοίγω, λαναρίζω, ξανταίνω (πούπουλα, μαλλί, βαμβάκι) η πράξη: αναφουφούδιασμα κ. λιασμα … Dictionary of Greek