θίν

θίν

θίν, s. ϑίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θιν — θίν, ὁ καὶ ἡ (Α) (διάφ. τ. τού θίς)* βλ. θίνα …   Dictionary of Greek

  • θῖν' — θῖνα , θίς heap masc/fem acc sg θῖνε , θίς heap masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θίν' — θῑνί , θίς heap masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θίνα — η (ΑΜ θίς και θίν, γεν. θινός, ὁ και ἡ) νεοελλ. γεωλ. γεωμορφή αιολικής* προελεύσεως που απαντά σε έρημους και σε παράκτιες περιοχές, αμμόβουνα σχηματισμένα με την επενέργεια τού ανέμου αρχ. 1. σωρός 2. σωρός άμμου 3. αμμώδης ακτή, παραλία,… …   Dictionary of Greek

  • дюны — приморские (наносные) пески, холмы Ср. Düne холм (приморский), возвышенность. Ср. Down (англ.), dune (фр.), duna (ит.). Ср. Dûn (древн. ирл.), din (кимвр.) θιν, θις куча, холм, песчаный берег. Ср. Lug dunum, город Лейден …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Дюны — приморскіе (наносные) пески холмы. Ср. Düne холмъ (приморскій), возвышенность. Ср. Down (англ.), dune (фр.), duna (ит.). Ср. Dûn (др. ирл.), din (кимвр.) θὶν, θὶς, куча, холмъ, песчаный берегъ. Ср. Lug dunum, городъ Лейденъ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Düne, die — Die Düne, plur. die n, eigentlich ein Hügel; doch nur in eingeschränkter Bedeutung, ein Sandhügel an der Küste des Meeres, dergleichen besonders an der Niederländischen und Engländischen Küste häufig sind; daher eine mit solchen Sandhügeln… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …   Dictionary of Greek

  • ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”