- θέλγημα
θέλγημα, τό, Besänftigungsmittel. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέλγημα, τό, Besänftigungsmittel. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέλγημα — θέλγημο, τὸ (Α) [θέλγω] (κατά το λεξ. Σούδα) θέλγητρο, σαγήνη … Dictionary of Greek
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek