θέλγητρον

θέλγητρον

θέλγητρον, τό, Bezauberung, Beschwichtigung, Ergötzung; ὦ φίλον ὕπνου ϑ. Eur. Or. 211; πόϑων ϑέλγητρα Ath.V, 220 f; Luc. Scyth. 5; Phot. erkl. τὸ εἰς ἡδονὴν ἄγον. Auch das Zaubermittel, Hel. 7, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέλγητρον — charm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελγήτροις — θέλγητρον charm neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελγήτρων — θέλγητρον charm neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγητρα — θέλγητρον charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… …   Dictionary of Greek

  • θέλκταρ — θέλκταρ, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θέλγητρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. ταρ, πιθ. κατά τα ίκταρ, νέκταρ (βλ. και λ. θέλγητρο)] …   Dictionary of Greek

  • θέρμητρον — θέρμητρον, τὸ (Α) το θερμηρόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγητρον, σάρωτρον κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • θέλγητρ' — θέλγητρα , θέλγητρον charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”