θέρειος

θέρειος

θέρειος, auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, δρέπανον, καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, αὐχμός Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. ϑερεία u. ϑερινός. Einen Superlativ ϑερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος …   Dictionary of Greek

  • θέρειος — of summer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρειον — θέρειος of summer masc acc sg θέρειος of summer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειοτάτη — θέρειος of summer fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειοτάτου — θέρειος of summer masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειᾶν — θέρειος of summer masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειότατος — θέρειος of summer masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειότερος — θέρειος of summer masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείαις — θέρειος of summer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείην — θέρειος of summer fem acc sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείης — θέρειος of summer fem gen sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”