θέριτος, ὁ, = ϑέριστος, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέριτος — θέριτος, ὁ (Μ) [θέρος] ο θερισμός … Dictionary of Greek
θεριτός — θεριτός, ὁ (Μ) [θέρος] ο καιρός τού θερισμού … Dictionary of Greek
θέριτος — harvest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)