λέπασμα, τό, Hülle, Schale, Schol. Nic. Th. 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέπασμα — λέπασμα, άσματος, τὸ (Α) δέρμα, μεμβράνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος μέσω ενός αμάρτυρου *λεπάζω] … Dictionary of Greek
λέπασμα — coat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)